φούγκα — (Μουσ.). Η πιο ολοκληρωμένη πολυφωνική μουσική μορφή –φωνητική ή ενόργανη– με το όνομα της οποίας συνδέεται η έννοια της ροής της αμοιβαίας φυγής των διαφόρων μερών ή φωνών του μουσικού λόγου. Η μορφική έννοια της φ. έχει ως επίκεντρο την… … Dictionary of Greek
Φούγκα, Σάντρο — (Fuga, Μολιάνο Βενέτο 1906 – 1994). Ιταλός συνθέτης. Πήρε τα πρώτα μαθήματα στο Ωδείο του Τορίνο και στη συνέχεια δίδαξε εκεί από το 1933· το 1966 έγινε διευθυντής του. Είναι ο δημιουργός πολλών μουσικών κομματιών θεάτρου, συμφωνιών, ορατορίων… … Dictionary of Greek
Φούγκα, Φερδινάνδος — (Fuga, Φλωρεντία 1699 – Ρώμη 1781). Ιταλός αρχιτέκτονας. Τα πρώτα μαθήματα αρχιτεκτονικής τα πήρε από τον Γ. Φοτζίνι και στη συνέχεια τελειοποίησε τις σπουδές του στη Ρώμη, όπου έζησε από το 1717 έως το 1726. Γύρω στο 1725 πραγματοποίησε τα… … Dictionary of Greek
Λαυράγκας, Διονύσιος — (Αργοστόλι Κεφαλονιάς 1864 – 1941). Συνθέτης, αρχιμουσικός, μουσικοπαιδαγωγός και μουσικοκριτικός. Σπούδασε βιολί, πιάνο και θεωρία μουσικής στη γενέτειρά του. Για μερικά χρόνια εργάστηκε ως βιολονίστας στις ορχήστρες των μελοδραματικών θιάσων… … Dictionary of Greek
Antiochos Evangelatos — (griechisch Αντίοχος Ευαγγελάτος, * 25. Dezember 1903 in Lixouri; † 1981 in Athen) war ein griechischer Dirigent und Komponist. Biografie Evangelatos lernte zu seiner Schulzeit das Geigenspiel am Athener Konservatorium bei Tony Schultze,… … Deutsch Wikipedia
αντίστιξη — Μέρος της μουσικής θεωρίας, που καθορίζει τους κανόνες συνδυασμών δύο ή περισσότερων μελωδιών και μελετά τις δυνατότητες υπέρθεσης διαφόρων μελωδικών γραμμών στην οριζόντιά τους ανάπτυξη και σε σχέση με τη θέση του ενός φθόγγου προς τον άλλο. Η… … Dictionary of Greek
κανών — Μορφή μουσικής σύνθεσης. Είναι πολυφωνική και ενόργανη, ενώ κατά την εκτέλεσή της οι φωνές και τα όργανα (δύο ή περισσότερα) αρχίζουν και τελειώνουν το ένα μετά το άλλο την ίδια μελωδία. Η μελωδία επαναλαμβάνεται είτε με τις ίδιες νότες (οπότε… … Dictionary of Greek
πρελούδιο — Μουσική μορφή που σημαίνει γενικά την ενόργανη εισαγωγή μιας σύνθεσης αλλά μπορεί να είναι και αυτόνομη σύνθεση. Ως ιδιαίτερη μορφή, το π. έχει αρχαία προέλευση (οι Έλληνες, για παράδειγμα, είχαν π. για κιθάρα)· στους νεότερους χρόνους (από το… … Dictionary of Greek
φυγή — η, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φεύγω, αναχώρηση, αποχώρηση, φευγάλα, φευγιό 2. (ειδικά) α) εσπευσμένη ή κρυφή απομάκρυνση β) άτακτη υποχώρηση κατά τη μάχη (α. «τράπηκαν σε φυγή» β. «εἰς φυγὴν ὁρμώμενοι», Ευρ.) γ) καταφυγή σε ξένη χώρα … Dictionary of Greek
Δαββέτας, Νικόλαος — (Αθήνα 1960 –). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε δημοσιογραφία και μάρκετινγκ στα ΤΕΙ Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος και συνεργάστηκε με τα περιοδικά και τις εφημερίδες Τέταρτο, Ένα, Αυγή, Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής, Απογευματινή … Dictionary of Greek